- λιμπεραλισμός
- οφιλελευθερισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμπεραλισμός — ο (λ. γαλλ.), ο φιλελευθερισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλελευθερισμός — ο 1. το σύνολο των αρχών που βασίζονται στη θρησκευτική, πολιτική και εμπορική ελευθερία, ο λιμπεραλισμός. 2. η προσήλωση στις φιλελεύθερες αρχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)